21.3.09

κάποτε

σου χτύπουσα το κουδούνι
στις πέντε ή έξη το πρωί
εξαρτάται
πότε έκλεινε το μπαρ που δούλευα
άνοιγες σε δύο
τέσσερα το πόλυ δευτερόλεπτα
το ασανσέρ όταν δεν καθυστερούσε
ήταν χαλασμένο
τα δάχτυλά μου έπαιζαν ταμπούρλο με την πόρτα
ήσουν άπο τον ύπνο
αυτό
δε σε εμπόδιζε να πηδήξεις στην αγκαλιά μου
να φέρουμε μία γύρα το σπίτι
ώσπου τα , ούτως ή άλλως , αδύναμα μου χέρια
σε πάρκαραν στον καναπέ
δε χορταίναμε
σα τα μωρά
το παιχνίδι
παλεύαμε
κι εσύ
με τα είκοσι χρόνια χορού
κλείδωνες τα μπούτια σου
και με 'κανες να γίνω ο άλητης που ήθελες
άνοιγα δρόμο σα τον ταύρο
αλλά,
πάλι αντιδρούσες διάολε!
σου 'πιανα τα χέρια
και το γύριζες στις κλωτσιές
τότε,
άρπαζα την ευκαιρία
και χιμούσα
ίσα στο στόχο.
και το παιχνίδι άλλαζε.
μου πίεζες το κεφάλι
δε μπορούσα ν' ανασάνω
μα δε με 'νοιαζε κιόλας.
τρελαινόσουν
κι αυτό με τρέλαινε.

θα μπορούσαμε
να φτιάχναμε κολώνια
απο τους ιδρώτες μας

δεν υπηρχαν προκαταρκτικά και κυρίως πιάτο
μπορεί ν' αρχίζαμε με το γλυκό
δεν είχε καμία σημασία
αφού τα επαναληπτικά γεύματα
μας έστελναν
σίγουρα
στον παράδεισο.
και κει
κοιμόμαστε ως το απόγευμα
δοκιμάζοντας
χίλιες διαφορετικές αγκαλιές.

σε ξυπνούσα
γλύφοντάς σε

η μυρωδιά σου
η μυρωδιά σου έφταιγε για όλα
και το ξερό μου το κεφάλι.